- προσείδεται
- πρόσ-εἴδομαιseepres ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσείδω — Α (μόνο το μέσ.) προσείδομαι είμαι όμοιος με κάποιον («μάλιστ ἐκείνου βοστρύχοις προσείδεται» μοιάζει πάρα πολύ με τους βοστρύχους εκείνου, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + εἴδομαι «μοιάζω»] … Dictionary of Greek